- αναλυτός
- -ή, -ό1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος2. ο άπλεκτος3. ο αραιά υφασμένος4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος5. ο νερουλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].
Dictionary of Greek. 2013.